ιαπετικός

ιαπετικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιαπετό, μυθικό πρόγονο τού ανθρώπινου γένους, γιο τού Ουρανού και τής Γαίας και βασιλιά τών Τιτάνων
2. γλωσσ. φρ. «ιαπετικές γλώσσες» — οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ιαπετός + κατάλ. -ικος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε από τον Γ. Χατζιδάκι στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία για να αποδώσει τον όρο ινδοευρωπαϊκός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιαπετικός — ή, ό ινδοευρωπαϊκός: Ιαπετική φυλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ινδογερμανικός — ή, ό (όρος που χρησιμοποιείται από Γερμανούς επιστήμονες) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδογερμανούς, ινδοευρωπαϊκός, ιαπετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. indogermanisch. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δημ. Ι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”