- ιαπετικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιαπετό, μυθικό πρόγονο τού ανθρώπινου γένους, γιο τού Ουρανού και τής Γαίας και βασιλιά τών Τιτάνων2. γλωσσ. φρ. «ιαπετικές γλώσσες» — οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ιαπετός + κατάλ. -ικος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε από τον Γ. Χατζιδάκι στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία για να αποδώσει τον όρο ινδοευρωπαϊκός].
Dictionary of Greek. 2013.